WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
alternative n | (choice, option) | εναλλακτική επίθ ως ουσ θηλ |
| | εναλλακτική λύση, εναλλακτική επιλογή επίθ + ουσ θηλ |
| One alternative would be to postpone the trip to the lake. |
| Μία εναλλακτική θα ήταν να αναβάλουμε το ταξίδι στη λίμνη. |
alternative to [sth] n | (only other choice) (με γενική) | εναλλακτική ουσ θηλ |
| (για κτ) | εναλλακτική λύση, εναλλακτική επιλογή επίθ + ουσ θηλ |
| In this case, the alternative to fighting is dying. |
| Σε αυτή την περίπτωση, η εναλλακτική του να παλέψεις είναι να πεθάνεις. |
alternative adj | UK (choice, option: other) | εναλλακτικός επίθ |
| The alternative options are swimming, skiing and horseback riding. |
| Οι εναλλακτικές επιλογές είναι το κολύμπι, το σκι και η ιππασία. |
alternative adj | (non-mainstream) (μη συμβατικός) | εναλλακτικός επίθ |
| The artist chose to live an alternative lifestyle. |
| Ο καλλιτέχνης επέλεξε να ακολουθεί εναλλακτικό τρόπο ζωής. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
alternative n | colloquial (genre of rock music) | εναλλακτική μουσική επίθ + ουσ θηλ |
| | alternative ουσ ουδ άκλ |
| Alternative was Jasper's favorite type of music. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: